- κλινοπήγιον
- κλῑνο-πήγιον, τό,A place where beds are made, Poll.7.159.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλινοπήγιον — κλινοπήγιον, τό (Α) εργαστήριο κατασκευής κλινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πήγιον (< πηγός < πήγνυμι), πρβλ. κηρο πήγιον, ναυ πήγιον] … Dictionary of Greek
κλινοπήγιον — place where beds are made neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)